umschlossen - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

umschlossen - translation to Αγγλικά


umschlossen      
surrounded, encircled, enclosed, hemmed in
exclave      
n. Exklave, von fremdem Staatsgebiet umschlossener Landteil
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για umschlossen
1. Das westlichste russische Verwaltungsgebiet wird von den EU–Mitgliedern Polen und Litauen umschlossen.
2. Das Sandkorn ist von einem feinen Wasserfilm umschlossen, der wiederum von Kohlenwasserstoffen ummantelt wird.
3. Mit einer Menschenkette umschlossen die meist jugendlichen Lukaschenko–Gegner ein Dutzend Zelte, die sie zuvor auf dem Oktoberplatz errichtet hatten.
4. Das Dorf war nach einem Deichbruch auf 1,5 Kilometer Länge schließlich ganz von Wasser umschlossen.
5. "Die Tragkraft von Decken und Wänden ist nur dann gewährleistet, wenn die Bewehrung komplett von Beton umschlossen ist", sagt Reichmann.